σμυγερώτερον — σμυγερός with pain adverbial comp σμυγερός with pain masc acc comp sg σμυγερός with pain neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυγερόν — σμυγερός with pain masc acc sg σμυγερός with pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυγεροῖο — σμυγερός with pain masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυγερή — σμυγερός with pain fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυγερῶς — σμυγερός with pain adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυγερώτατοι — σμυγερός with pain masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισμυγερός — ἐπισμυγερός, ά, όν (Α) οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ. β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»] … Dictionary of Greek
σμογερόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός] … Dictionary of Greek
σμυγεράν — σμυγερά̱ν , σμυγερός with pain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)